Συμπεριφορά γονέων και καθορισμός φύλου του παιδιού
Γράφει η Χρυσή Γαμπιεράκη, Παιδαγωγός Προσχολικής Ηλικίας, Αναπτυξιακών Διαταραχών και Ειδικής Αγωγής
Η ανάπτυξη της ταυτότητας του φύλου ενός παιδιού, αποτελεί ακόμα και στις μέρες μας, αντικείμενο διαφωνιών ανάμεσα σε ιατρούς και ψυχολόγους, με τους ερευνητές να καταλήγουν στην πεποίθηση που υποστηρίζει ότι η ομοφυλοφιλία τελικά οφείλεται και σε βιολογικούς αλλά και σε περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Pixabay
Ένα παιδί από την ηλικία των τριών ως και των πέντε περίπου, θα πρέπει να ταυτιστεί με τον γονέα του ιδίου φύλου του:
Έτσι ενώ για ένα κορίτσι συνεχίζεται και μετά τα τρία, η πρώτη σχέση ζωής της, με τη μητέρα της, περνώντας πλέον σε ένα πιο βαθύ και δυνατό δεσμό, στο αγόρι δε συμβαίνει καθόλου το ίδιο, αντίθετα θα πρέπει να πραγματοποιηθούν αλλαγές. Θα πρέπει δηλαδή, να κάνει ένα ισχυρότερο δέσιμο με τον πατέρα του, ώστε να αισθανθεί μία ασφαλή ταύτιση με την ανδρική του φύση. Χρειάζεται, δηλαδή, η μητέρα να κάνει ένα βήμα ή πολλά βήματα πίσω (αναλόγως το πόσο υπερπροστατευτική είναι) ώστε ν΄ αναλάβει δράση ο μπαμπάς και το παιδί να κάνει τη λεγόμενη ταύτιση, να αναπτύξει, με άλλα λόγια, ασφαλή και σωστή ταυτότητα φύλου.
Ακόμα και αν η απώλεια ή το πένθος, μας έχει χτυπήσει την πόρτα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ο πατέρας ή η μητέρα αντίστοιχα για τα κορίτσια, κάποιος θα πρέπει αυστηρά να λειτουργεί ως πατρικό ή μητρικό πρόσωπο, π.χ. ο θείος, η θεία, ο παππούς, η γιαγιά κλπ… Με αυτόν τον τρόπο, αναπτύσσει το παιδί, την αντίληψη του φύλου του, μέσα δηλαδή, από τη σωστή σχέση με τον πατέρα του ή το πατρικό ή το μητρικό του πρότυπο, όποιο και αν είναι αυτό. Έπειτα, στον παιδικό σταθμό και το νηπιαγωγείο, συνάπτει δεσμούς με τα ομόφυλα παιδιά. Αυτό βοηθάει το παιδί π.χ. το αγόρι να αισθανθεί περισσότερο τον ανδρισμό του, να αντιληφθεί δηλαδή τον εαυτό του μέσα και από τους ομόφυλους φίλους του και το αντίστοιχο βέβαια για το κορίτσι.
Η ταύτιση όμως του παιδιού, με τον γονέα του αντίστοιχου φύλου, μπορεί δυστυχώς να μην επιτευχθεί ακόμη και αν υπάρχουν και οι δύο γονείς. Στην ουσία μπορεί να «σαμποταριστεί» από τον άλλον γονέα και κάτι τέτοιο είναι πολύ σύνηθες φαινόμενο στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Για παράδειγμα κάποιες μητέρες, αρνούνται να αφήσουν τον πατέρα να ξεδιπλώσει τον πατρικό τους ρόλο ή και το αντίστροφο. Στις μητέρες όμως φαίνεται να είναι πιο έντονη αυτή η συμπεριφορά. Η πεποίθηση «όχι απλώς μαμά, αλλά σούπερ μαμά» περικλείει την πεμπτουσία όλης αυτής της συμπεριφοράς. Πολλές μητέρες, πιθανόν επηρεασμένες από τους γρήγορους και έντονους ρυθμούς της ζωής, που τη βρίσκουν μητέρα, εργαζόμενη, νοικοκυρά και ταυτόχρονα δασκάλα των παιδιών τους, δυσκολεύονται να δεχτούν το γεγονός ότι το αγόρι τους πρέπει πλέον να φύγει από την φτερούγα προστασίας τους και να το αφήσουν να ακολουθήσει το παράδειγμα του μπαμπά. «Ευνουχίζουν» κατά κάποιο τρόπο το σύντροφό τους, αναλαμβάνοντας εκείνες την ευθύνη για τα πάντα, παίρνοντας όλες τις αποφάσεις που αφορούν στην ανατροφή του παιδιού τους, μόνες τους και στο τέλος αισθάνονται απογοητευμένες, καθώς θεωρούν ότι ο σύντροφός τους είναι παθητικός και ότι δε συμμετέχει στο μεγάλωμα του παιδιού.
Οι μητέρες είναι όντως αξιολάτρευτες και άξιες σεβασμού, για όλους τους ρόλους που καλούνται ή επιλέγουν να αναλάβουν. Ακόμη και ως γιαγιάδες συνεχίζουν να είναι ενεργητικές, βοηθούν στο μεγάλωμα των εγγονιών, μαγειρεύουν, καθαρίζουν, φροντίζουν, στηρίζουν… Αυτό δε θα μπορούσε άλλωστε να το αμφισβητήσει κανείς! Οι μητέρες είναι αναντικατάστατες ούτως ή άλλως. Δεν μπορούν όμως να γίνουν πατεράδες και ούτε θέλουμε κάτι τέτοιο! Αφήστε, λοιπόν, χώρο στον μπαμπά να αναλάβει δράση! Παραπέμψτε στον μπαμπά! Θαυμάστε τον μπροστά στο μικρό σας! Δείξτε ότι δεν είστε παντοδύναμες. Είναι προτιμότερο να υπάρχει στη ζωή του αγοριού ο πατέρας, ακόμα κι αν αυτός είχε τις ιδιοτροπίες του, ακόμη και αν στην προσπάθειά του να λειτουργήσει ως σωστό πατρικό πρότυπο, έκανε λάθη, παρά να μην υπάρχει καθόλου.
